Η παρούσα ιστορική αναδρομή αποτελεί προϊόν εργασίας και προσφορά του Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Αρχοντού.
Τά Ψαρά - ὁ ἀέναα λουσμένος ἀπό τόν ἥλιο & τήν ἀρμύρα τῆς θάλασσας βράχος - βρίσκονται στό κέντρο τοῦ Αἰγαίου, συγκεκριμένα στά βορειοδυτικά τῆς Χίου. Ἔχουν ἔκταση 42 τ.χλμ. & ὁ πληθυσμός του δέν ξεπερνᾶ τούς 400 κατοίκους. Ἡ ἐνδιαφέρουσα ἱστορική τους πορεία εἶναι μακραίωνη & ἔνδοξη.
Οἱ ἀπαρχές αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς πορείας ἀνάγονται – μέ τά μέχρι σήμερα γνωστά ἀρχαιολογικά δεδομένα – στήν Μυκηναϊκή περίοδο & συγκεκριμένα στήν Ὑστεροελλαδική (1600-1100 π.χ.). Σ’αύτήν τοποθετεῖται ὁ εὑρισκόμενος στήν μικρή παραλιακή κοιλάδα Ἀρχοντίκι (στίς νοτιοδυτικές ἀκτές τοῦ νησιοῦ ) ἀρχαιολογικός χῶρος, ὁ ὁποῖος ἀπαρτίζεται ἀπό τό νεκροταφεῖο & λίγο δυτικότερα ἀπ’τόν οἰκισμό. Βεβαίως δέν ἀποκλείονται χρονικές προεκτάσεις σέ προγενέστερες περιόδους ἐξαιτίας ἐπιφανειακῶν ὀστράκων, πού βρέθηκαν στόν ἴδιο χῶρο & κατατάσσονται στήν Πρωτοελλαδική II (2600 π.Χ.). Ἀπέναντι ἀπό τόν προαναφερόμενο οἰκισμό στά 50 μ. βρίσκεται ἡ βραχονησίδα Δασκαλιό, ὅπου ἑντοπίσθηκαν ἴχνη τοιχοδομιῶν & θραύσματα ἀγγείων χρονολογούμενα στίς ἀρχές τῆς 4ης χιλιετίας.
Στό νεκροταφεῖο, ποῦ ἐκτείνεται σέ ἕνα μέτωπο 100 περίπου μέτρων κατά μῆκος τῆς ἀκτῆς, ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη ἔφερε στό φῶς 162 συνολικά μυκηναϊκούς τάφους, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας εἶναι θολωτός & ἀποδίδεται σέ κάποιον ἄγνωστο μέχρι σήμερα ἥρωα, τοῦ ὁποίου ὁ λατρευτικός χῶρος (8ος -5ος αἰ.) ἀποκαλύφθηκε νοτιότερα ἀπ’ αὐτόν, μέ πλούσιες προσφορές. Οἱ ὑπόλοιποι εἶναι λακκοειδείς κιβωτιόσχημοι, κτιστοί λακκοειδεῖς & μικτοί λαξευμένοι στό μαλακό βράχο μέ λιθόκτιστη ἐπένδυση. Οἱ περισσότεροι εἶναι σήμερα καταποντισμένοι σέ μικρό θαλάσσιο βάθος & ὡς ἐκ τούτου ὁ κίνδυνος καταστροφῆς τους ὑπαρκτός. Ἀνακαλύφθηκαν κεραμικά χρονολογούμενα κυρίως ἀπό τήν ΥΕ ΙΙΙ Α2 –ΥΕ ΙΙΙ Β1 περίοδο & σπανιώτερα ἀπό τήν ΥΕ ΙΙΙ Β1 περίοδο, ὅπως ψευδόστομοι ἀμφορεῖς, φιαλίδια, κύλικες, ἀλάβαστρα, σκύφοι, ἀρύταινες, ἀγγεῖα διακοσμημένα, ἀκόσμητα & αὐτά μέ γκρίζο χρῶμα, ὅπως ἐπίσης χάλκινα ξίφη & παραξιφίδες τοῦ 12ου αἰ. π.Χ, εἰδώλια τῆς ἴδιας χρονικῆς περιόδου, κοσμήματα ἀποτελούμενα ἀπό χάνδρες φαγεντιανῆς, γυαλιοῦ & ἡμιπολύτιμους λίθους, πλακίδια ἀπό φαγεντιανή & ὑαλόμαζα, φαγεντιανά, γυάλινα & ἀπό ἡμιπολύτιμους λίθους (σάρδιο) κατασκευασμένα περιδέραια, χρυσοί ρόδακες & σκουλαρίκια & τέλος ποικιλόσχημοι σφραγιδόλιθοι. Ὅλα αὐτά εἶναι μερικά ἀπό τά σημαντικώτερα εὐρήματα.
Ὁ ὀργανωμένος οἰκισμός, τμῆμα τοῦ ὁποίου βρίσκεται κάτω ἀπό τήν θάλασσα, ἀποτελοῦνταν ἀπό ἐπιμήκεις κατοικίες δομημένες κατά συστάδες, οἱ ὁποῖες ἐπικοινωνούσαν μεταξύ τους μέ μικρές σκάλες & λίθινα κατώφλια. Ἦταν διαρρυθμισμένες σέ δωμάτια ὀρθογωνίου σχήματος, γιά τά ὁποία ὡς ὑλικό θεμελιώσεώς τους χρησιμοποιήθηκαν οἱ λίθοι ἐνώ στήν ἀνωδομή τούς οἱ πλίνθοι ἀπό πηλό. Οἱ ἐπίπεδες κατασκευασμένες ἀπό πηλό, ξύλο & φύκια στέγες στηρίζονταν σέ ξύλινα δοκάρια ἐδραζόμενα σέ λίθινες βάσεις, ἐνώ τά δάπεδα ἦταν στρωμένα ἀπό πηλόχωμα ἤ θαλάσσια χαλίκια. Μεταξύ τῶν δομικῶν συγκροτημάτων διανοίγονταν δρόμοι στρωμένοι μέ χώμα & θαλάσσια λιθάρια, ἐνώ κεντρικός δρόμος πού κατέληγε στό λιμάνι διέσχιζε τίς πλούσιες γειτονιές.
Ὁ μεγάλος πλοῦτος & ἡ ἐντυπωσιακή ποικιλία τῶν κτερισμάτων κατατάσσουν τό Ἀρχοντίκι στούς σημαντικούς μυκηναϊκούς χώρους στό Αἰγαῖο & ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι τά Ψαρά κατέστησαν μέ τήν ἐξέχουσα γεωγραφική & στρατηγική τους θέση – βρισκόταν στό μέσον τῆς συντομότερης πορείας ἀπό τήν Μυκηναϊκή μητρόπολη & τά ἄλλα μεγάλα κέντρα πρός τόν Ἑλλήσποντο, τήν Μικρά Ἀσία & τήν Μαύρη Θάλασσα – βασικός σταθμός ἀνεφοδιασμοῦ γιά τήν ἀκώλυτη ἐξυπηρέτηση τοῦ διαμετακομιστικοῦ ἐμπορίου στόν εὐρύτερο χῶρο τοῦ Αἰγαίου. Ἐπίσης ἀπέβησαν, λόγω τῆς θέσεώς τους, κομβικός σταθμός ἐξαιτίας τῆς δυνατότητας ἐλέγχου ὅλων τῶν θαλάσσιων διαδρομῶν ἀπό τό βόρειο στό νότιο τμῆμα τοῦ Αἰγαιακοῦ χώρου.
Κατά τή Γεωμετρική περίοδο (περίπου 1100 – 700 π.Χ.) ἡ ἱστορική πορεία τῶν Ψαρῶν μᾶς εἶναι σχεδόν ἄγνωστη. Πολύ πιθανόν στόν μυκηναϊκό οἰκισμό τοῦ Ἀρχοντικιοῦ συνέβη ὅτι & στά μεγάλα ἤ μικρά μυκηναϊκά κέντρα, τά ὁποῖα ἀπό τό τέλος τοῦ 13ου αἰ. γιά ἄγνωστους ἀκόμη λόγους εἴτε καταστρέφονται εἴτε παρακμάζουν & στό τέλος ἐγκαταλείπονται. Στήν προκειμένη περίπτωση ἡ ὁργανωμένη οἰκιστική περιοχή του Ἀρχοντικιοῦ ἄγνωστο πότε & γιά ποιούς λόγους ἐγκαταλείπεται & δίνει τήν θέση της στήν εὑρισκόμενη στό νότιο ἄκρο τοῦ νησιοῦ, μακρόστενη, ἀπόκρημνη & φυσικά ὁχυρωμένη χερσόνησο τοῦ Παλιοκάστρου – τήν σημερινή Μαύρη Ράχη. Στά 1961 ὁ ἀρχαιολόγος Σ. Χαριτωνίδης συνέλεξε στόν χῶρο αὐτό ὄστρακα & παρατήρησε ἴχνη κατοικήσεως.
Κατά τήν ἐξεταζόμενη χρονική περίοδο γράφηκαν τά Ὄμηρικά Ἔπη (8ος αἰ. π.Χ.). Στήν Ὀδύσσεια ὁ Ὄμηρος ἀναφέρεται στά Ψαρά, τά ὁποῖα ὁνομάζει Ψυρίη. Ὁ βασιλιάς τῆς Πύλου Νέστορας ἐξιστορώντας στόν Τηλέμαχο τά συμβάντα τοῦ τρωϊκοῦ πολέμου & τίς περιπέτειες τῆς ἐπανόδου τῶν Ἑλλήνων άπό τήν Τροία λέγει: Μετά τή Λέσβο ἔπρεπε «...νά περάσουμε βόρεια τῆς Χίου, πλέοντας δίπλα στό νησί Ψαρά, οἱ δέ ἄλλοι ἤθελαν νά περάσουν μεταξύ Χίου & Μίμαντος...» (Ὀδύσ. Γ΄, 170-171). Οἱ στίχοι αὐτοί ἀποτελοῦν τήν ἀρχαιότερη γραπτή μαρτυρία γιά τό νησί.
Στήν κλασσική περίοδο (500-323 π.Χ.) τά Ψαρά ἐξακολουθοῦν νά βρίσκονται στήν ἱστορική ἀφάνεια. Τό μόνο ἀρχαιολογικό στοιχεῖο, πού φανερώνει ὅτι ὑπῆρξαν ἴχνη κατοικήσεως ἑντοπιζόμενα στήν περιοχή τοῦ Παλιοκάστρου, εἶναι ἡ κεραμική. Μάλιστα διαπιστώνεται ἡ στενότητα τῶν σχέσεων μέ τήν Χίο ἀπό τήν ἀρχαϊκή περίοδο, γεγονός πού ὁδηγεῖ στήν εἰκασία τό νησί νά ἀποτελοῦσε τμῆμα τοῦ Χιακοῦ κράτους.
Στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία τῶν κλασσικῶν χρόνων τά Ψαρά ἀναφέρονται ἀπό τόν μεγάλο ρήτορα Δημοσθένη (384-322 π.Χ.) στά Σχόλιά του στήν Ὀδύσσεια τοῦ Ὀμήρου: «Ψυρία, νῆσος ἐστιν ἀπέχον τε σταδίους ν΄ τῆς Χίου, ὅ καί αἰγιαλόν ἔχει, ἐν ᾦ ἐστι λιμήν ἐκδεχόμενος ἀπό τοῦ Αἰγαίου Πελάγους ταρασσομένας τάς ναῦς · μέμνηται Δημοσθένης». Εἶναι ἡ πρώτη σημαντική γραπτή πληροφορία πού μᾶς δίνει πληροφορίες γιά τό νησί. Δέν ἀναφέρει κατοικίσιμη περιοχή ἀλλά λιμάνι, στό ὁποῖο κατέφευγαν γιά προστασία ἀπό τό τρικυμισμένο Αἰγαῖο τά πλοῖα. Πρέπει νά εἶναι ὁ σημερινός λιμένας τῶν Ψαρῶν στά βόρεια τοῦ Παλιοκάστρου.
Τό Παλαιόκαστρο ἐξακολουθεῖ νά βρίσκεται στό ἱστορικό & ἀρχαιολογικό ἐπίκεντρο τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου (323π.Χ.-30μ.Χ. περίπου), ἀφοῦ ἑντοπίστηκαν λείψανα οἰκιῶν, τά ὁποῖα χρονολογοῦνται σ’ αὐτή τήν ἐποχή. Ἀπό τούς συγγραφεῖς τῆς ἐξεταζόμενης περιόδου ὁ Στράβων (63 ἤ 64π.Χ.- 23μ.Χ) στά Γεωγραφικά του & συγκεκριμένα στό ΙΔ΄ Βιβλίο ἀναφέρεται στά Ψαρά: « ...εἶτα Μέλαινα ἄκρα, καθ’ ἥν τά Ψύρα νῆσος ἀπό πεντήκοντα σταδίων τῆς ἄκρας,ὑψηλή, πόλιν ὁμώνυμον ἔχουσα˙ κύκλος δέ τῆς νήσου τετταράκοντα στάδιοι...». Γιά πρώτη φορά γραπτό κείμενο κάνει λόγο γιά πόλη, ἡ ὁποία κατά τούς ἀρχαιολόγους ἑντοπίζεται στό Παλιόκαστρο. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ἄν κτίστηκε κατά τούς ἑλληνιστικούς χρόνους ἤ ἀκόμη παλαιότερα στούς κλασικούς. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι τά Ψαρά κατά τήν περίοδο αὐτή κατοικούνταν. Οἱ ἀρχαιολόγοι Ἄρης Τσαραβόπουλος & Νῖκος Ζαφειρίου ἀναφέρουν σχετικά μέ τήν «ὁμώνυμον πόλιν», ὅτι: «Διακρίνονται πολλά οικοδομήματα κυρίως σέ υψόμετρο πάνω από 40μ. καί φαίνεται ὅτι η πόλη έδινε, από τη θάλασσα την εντύπωση ψηλού οχυρωμένου οικισμού».Ἐπίσης ἀπό τά γραφόμενά τους συμπεραίνουμε ὅτι ἀνάγουν τήν ἴδρυσή της στην κλασική ἐποχή - ἄν & δέν τεκμηριώνεται ἐπαρκῶς ἡ ἐκδοχή αὐτή - & προσθέτουν: «Γύρω από τον σημερινό οικισμό, στους πρόποδες δηλ. της πόλης των κλασικών χρόνων, στο σημερινό λιμάνι, στον Κάτω Γιαλό καί στην παραλία της Λήμνου σώζονται πολλά ίχνη αρχαίων παραθαλάσσιων λατομείων, τά περισσότερα από τα οποία βρίσκονται σήμερα κάτω από την επιφάνεια του νερού. Το μέγεθος των λιθόπλινων(;) και η πληθώρα των λατομείων αποδεικνύουν μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα στο νησί την κλασική εποχή».
Κατά τήν περίοδο αὐτή ἔχουν ἐπισημανθεῖ σημαντικά ἀρχαιολογικά εὐρήματα ὅπως κιβωτιόσχημοι τάφοι & σαρκοφάγοι στίς πλαγιές τοῦ λόφου τοῦ Παλιοκάστρου. Στήν ἀρχή τῆς δυτικῆς ἀνόδου πρός τή Μαύρη Ράχη πέριξ τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἑντοπίζεται τό ἀρχαῖο νεκροταφεῖο, τό ὁποῖο ἦταν σέ χρήση μέχρι τά ἐπαναστατικά χρόνια. Ἐκτός ἀπό τά προαναφερόμενα εὑρήματα ἀποκαλύφθηκαν τόν 19ο αἰ. ἐπιτύμβιες ρωμαϊκές ἀνάγλυφες πλάκες & μαρμάρινες ἐπιγραφες. Ἐπιτύμβια ρωμαϊκά γλυπτά διακρίνονται ἐπίσης ἑντοιχισμένα, ὡς διακοσμητικά στοιχεῖα, σέ ναούς & κατοικίες τοῦ οἰκισμοῦ. Ἀρχαιότητες (ρωμαϊκά ὄστρακα) χρονολογικά ἀναγόμενες σ’ αὐτή τήν περίοδο ἑντοπίζονται διάσπαρτες & σέ ἄλλες περιοχές τοῦ νησιοῦ. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε στίς παραλίες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Φτελιοῦ & τῆς Λήμνου, στίς ἐξοχές Λάκκα, Λακκί & Ξερόκαμπο στό νησάκι Ἅϊ Νικολάκι. Στά Ἀντίψαρα (Ἀδίψερα) παρατηρήθηκαν ἴχνη κατοικίας. Ἀπό τήν σωζόμενη κεραμική ἀποδεικνύεται γιά μία ἀκόμη φορά ἡ διαχρονική σχέση τοῦ νησιοῦ μέ τήν Χίο & στά ρωμαϊκά χρόνια. Ἐπίσης τά εὐρήματα ὁδηγοῦν στό ἀσφαλές συμπέρασμα τῆς παρουσίας ὀργανωμένης οἰκιστικῆς ἐγκαταστάσεως γιά μακρό χρονικό διάστημα.
Κατά τούς πρώτους βυζαντινούς χρόνους τά Ψαρά ἀνῆκαν στίς ὀνομαζόμενες «Σποράδες Νήσους», ἐνώ διοικητικά στό ΙΖ΄Θέμα, τό ὁποῖο ὀνομάζονταν τό «τοῦ Αἰγαίου Πελάγους», & στήν 29η ἐπαρχία τήν λεγόμενη «τῶν Νήσων». Ἀπό πολλούς συγγραφεῖς πού ἔζησαν στήν περίοδο αὐτή συμπεραίνουμε ὅτι ἄλλοτε ἦταν κατοικημένα & ἄλλοτε ἔρημα. Ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος (ἔζησε στά τέλη τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ.) ἀναφερόμενος γιά τό νησί στό Γεωγραφικό του Λεξικό «Ἐθνικά» λέγει : «Ψύρα, νῆσος μικρά πλησίον Χίου, ἥν ὁ ποιητής καλεῖ, νήσου ἐπί ψυρίης· τό ἐθνικόν ψύριος, & τό θηλυκόν ψυρία, τό οὐδέτερον ψύριον (Στράβων)· λαμβάνεται & τό ὄνομα ἐπί εὐτελίᾳ διά τό εὐτελεστάτης εἶναι τήν νῆσον. Κρατῖνος, Ψύρα τόν Διόνυσον ἄγοντες & ἐν Νεμέσῃ, Ψύρα τε τήν Σπάρτην ἄγεις». Στήν ἀναφορά του αὐτή ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος δέν ἀναφέρει τήν ὕπαρξη οἰκισμοῦ. Πολύ πιθανόν νά ἦταν κατά τό τέλος τοῦ 5ου αἰ. ἔρημο. Ὁ Μέγας Φώτιος (810/820-893 μ.Χ.) γράφει στό ἔργο του «Λέξεων Συναγωγή» πρός τό τέλος τοῦ 9ου αἰ. ὅτι ἡ παροιμία «Ψύρα τόν Διόνυσον ἄγοντες συναντᾶται παρά Κρατίνῳ. Τά δέ Ψύρα, νησίδιον ἔρημον πλησίον Χίου· λέγεται δέ ἐπί τῶν ἐν εὐτελείᾳ σημαινόντων». Μᾶς παρέχει τήν πολύ σημαντική πληροφορία ὅτι & κατά τόν 9ο αἰ. ἦταν ἔρημο. Ὁ βυζαντινός λεξικογράφος Σουΐδας ἤ Σούδας (10ος μ.Χ. αἰ.) στό περίφημο λεξικό του δέν κάνει λόγο γιά οἰκιστική παρουσία ἀντίθετα σχεδόν ἐπαναλαμβάνει τά γραφόμενα τῶν προγενεστέρων συγγραφέων: «Ψύρα τόν Διόνυσον ἄγοντες. Ἡ παροιμία παρά Κρατίνῳ. Τά δέ Ψύρα εὐτελής νῆσός ἐστι καί μικρά πλησίον Χίου, μή δυναμένη οἶνον ἐνεγκεῖν· λέγομεν οὗν τήν παροιμίαν ἐπί τῶν ἐν συμποσίῳ ἀνακειμένων καί μή πινόντων· λέγεται δέ καί ἐπί τῶν ἐν εὐτελείᾳ σημαινόντων». Τέλος τόν 12ο αἰ. ὁ Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (περίπου 1115-1195/6 μ.Χ.) στό ἔργο του «Παρεκβολαί εἰς τήν Ὀμήρου Ἰλιάδα καί Ὀδύσσειαν» ἀναφέρει σχετικά: «Ψυρία δέ νησίδιον Χίου, φασίν, ἀπέχον σταδίους ὀγδοήκοντα, λιμένα ἔχον νηῶν εἴκοσι, λέγεται δέ καί οὐδετέρως τά Ψύρα, ὡς Ἀλκμάν· παρά τε ἱερόν σκόπελον, παρά τε Ψύραν τόν Διόνυσον ἄγοντες ἤγουν, ὡς οἷον ἐν οὐδενί τιθέμενοι τόν Διόνυσον, καί ἔστι παροιμία, τό Ψύρα τόν Διόνυσον διά τήν τῆς νήσου λυπρότητα». Ὁ Εὐστάθιος μολονότι δέν ἀναφέρει πόλισμα ἐντούτοις κάνει λόγο γιά τήν ὕπαρξη λιμανιοῦ χωρητικότητας εἴκοσι καραβιῶν. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι ἡ ἀσημαντότητα & ἡ εὐτέλειά του κατά τούς ἀρχαίους χρόνους ἀποτέλεσαν τήν αἰτία γιά τή δημιουργία, στήν κλασική ἀλλά & στή βυζαντινή ἐποχή, παροιμιώδους εἰρωνικῆς ἐκφράσεως γιά εὐτελή & ἄχρηστα ζητήματα: «Ψύρα τόν Διόνυσον ἄγοντες».
Ἀπό τά ἀρχαιολογικά εὐρήματα εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τά Ψαρά κατοικήθηκαν κατά τήν παλαιοχριστιανική περίοδο (πρίν ἀπό τό β΄μισό τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ.). Στό Παλιόκαστρο σώζεται τμῆμα παλαιοχριστιανικοῦ κίονα. Σέ ναούς τοῦ οἰκισμοῦ διακρίνονται ἐντοιχισμένα παλαιοχριστιανικά γλυπτά μέλη. Ὁ Κ. Νικόδημος μᾶς διασώζει τήν πληροφορία, ὅτι στά μέσα τοῦ 19ου αἰ.ἀποκαλύφθηκε ἀνατολικά τοῦ Ἱ.Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως κάτοψη ἡμικυκλικῆς τοιχοδομίας & ψηφιδωτοῦ δαπέδου πιθανότατα τῶν παλαιοχριστιανικῶν χρόνων, ἐνώ στά ἐρείπια τοῦ μή ὑπάρχοντος σήμερα ναοῦ τῆς Ἅγ. Σοφίας διακρίνονταν παλαιοχριστιανικά γλυπτά λείψανα. Σέ ἀπόσταση δέ λίγων μέτρων βορειότερα σώζεται τό νεκροταφεῖο παλαιοχριστιανικῆς πιθανώτατα ἐποχῆς. Κατά πάσα πιθανότητα τό τέλος τῆς βυζαντινῆς περιόδου βρῆκε ἴσως τά Ψαρά κατοικημένα.
Ἡ Χίος χάθηκε ὀριστικά ἀπό τούς Βυζαντινούς στά 1346 & περιῆλθε μέχρι τό 1566 στούς Γενουάτες. Τήν ἴδια σχεδόν ἐξέλιξη εἶχαν & τά Ψαρά. Στά 1403-1406 ὁ πρέσβης Clavijio περνῶντας ἀπό τό νησί καθώς & ἀπό τά Ἀντίψαρα τά βρῆκε κατοικημένα σέ ἀντίθεση μέ τόν Φλωρεντινό κληρικό Χριστόφορο Μπουοντελμόντι, ὁ ὁποῖος στά 1418 φθάνοντας ἐκεῖ τό βρῆκε ἀκατοίκητο - ὅπως ἐπίσης τήν Τένεδο & τόν Ἅγ. Εὐστράτιο - «μόνο ἄγρια ζῶα ζοῦν σ’ αὐτόν τόν τόπο». Ἐφόσον οἱ πληροφορίες εἶναι ἀκριβεῖς συμπεραίνουμε ὅτι ἐρημώθηκαν στό χρονικό διάστημα μεταξύ 1407-1417. Ὁ σπουδαιότερος λόγος ἐρημώσεως ἦταν οἱ ἐπιδρομές τῶν πειρατῶν, αὐτός στάθηκε ἡ αἰτία νά ἀποδεχθοῦν οἱ ψαριανοί τήν πρόσκληση τῶν Γενοβέζων ἡγεμόνων τῆς Χίου, τῶν Giustiniani, γιά μόνιμη ἐγκατάστασή τους στό μυροβόλο νησί τῆς μαστίχας, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μέ τούς κατοίκους τῆς Σάμου (1475) & Ἰκαρίας.
Ὁ Ἰταλός πάπας Pius II Piccolomini (1405-1464) λίγα χρόνια (1458-1464) μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στήν Κοσμογραφία του ἀναφέρει: «Ψύρα, ὑπάρχει ὁμώνυμος πόλις». Ἡ πληροφορία αὐτή ἄν καί κάνει λόγο γιά τήν πόλη ὅμως δέν ἀναφέρεται καθόλου σέ κατοίκους. Περισσότερο διαφωτιστικός εἶναι ὁ ἐπίσης ἰταλός ἀπό τήν Πάδοβα Benedeto Bordone, ὅταν γράφει ὅτι στά 1528 «τά Ψαρά εἶχαν μία πόλη, ἡ ὁποία σήμερα εἶναι ἐρειπωμένη». Ὁ δέ ψαριανός Κωνστ. Νικόδημος μᾶς διασώζει τήν παρακάτω ἀτεκμηρίωτη μαρτυρία: «...ναύαρχός τις τῆς Βενετίας κατά τό 1553 διευθυνόμενος εἰς Σμύρνην ἐλιμενίσθη εἰς Ψαρά καί σημειοῖ εἰς τό ἡμερολόγιό του ὅτι τά ηὗρεν ἔρημα...».
Τά Ψαρά παρέμειναν ἔρημα γιά ἐνάμιση περίπου αἰώνα σύμφωνα μέ τίς μέχρι σήμερα γνωστές πηγές. Ὁ ἐπανοικισμός τους ἔλαβε χώρα μετά τό β΄μισό τοῦ 16ου αἰ. ὅταν πλέον εἶχε παγιωθεῖ ἡ ὀθωμανική κυριαρχία στό Αἰγαῖο πέλαγος & εἶχε παταχθεῖ ἡ πειρατεία. Ἡ ἱστορική ἔρευνα ἀπέδειξε ὅτι πρωτοκατοίκησαν τό νησί τουρκικές οἰκογένειες σταλμένες ἀπό τήν ὀθωμανική ἐξουσία γιά τήν ἀσφάλεια τοῦ τόπου & τήν περαιτέρω παγίωση τῆς κυριαρχίας της λόγω τῆς στρατηγικῆς σημασίας του στό κέντρο τοῦ Αἰγαίου. Στή συνέχεια ἦλθαν νά προστεθοῦν & κάποιες ἀλβανικές. Ἡ παρουσία Ἀλβανῶν ἑντάσσεται στά πλαίσια τοῦ γενικώτερου ἐποικισμοῦ τους & σέ ἄλλα νησιά τόσο τοῦ Ἀρχιπελάγους ὅσο & τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ κατά τήν περίοδο αὐτή. Ὅσον ἀφορᾶ τόν χρόνο ἐγκαταστάσεως ἑλληνικῶν οἰκογενειῶν ἔχουμε στήν διάθεσή μας δύο σημαντικές πληροφορίες. Ἡ πρώτη άντλεῖται ἀπό τόν Τρύφωνα Εὐαγγελίδη & Μ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, οἱ ὁποίοι στό ἔργο τους «Ἱστορία τῆς Νήσου Κάσου...» ἀποφαίνονται ὅτι τά Ψαρά πρωτοκατοικήθηκαν ἀπό ἕλληνες στά 1562. Ὁ πλοηγός Ἀντώνιος ἀπό τήν Μῆλο (Antonio di Milo) γράφει στό Isolario του ὅτι τά Ψαρά συνωκίσθηκαν στά 1571, ἐνώ ἡ Σάμος στά 1572 & ὁ Ἅγ. Εὐστράτιος στά 1577 παρεχοντάς μας τήν δεύτερη σημαντική πληροφορία. Ὑπάρχει & μία τρίτη πολύτιμη μαρτυρία , ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νά υἱοθετήσουμε τό χρονικό διάστημα ἀπό τό 1562 ἕως τό 1571, σάν τή χρονική περίοδο ἐγκαταστάσεως τῶν Ἑλλήνων στά Ψαρά. Στά 1580 τό νησί μαζί μέ τήν Σάμο, Ἰκαρία & Ἀστυπάλαια ἀποτέλεσαν πατριαρχική ἐξαρχία. Τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύει ἀνεπιφύλακτα τήν παρουσία ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ & τήν ἔνταξή του στήν προαναφερόμενη ἐξαρχία. Ἀλλά & ὁ περιηγητής Lorenzo Bernardo ἀναφέρει στό ἔργο του τά Ψαρά ὡς κατοικημένα κατά τό ἔτος 1591.
Οἱ ἕλληνες πού ἐγκαταστάθηκαν στά Ψαρά προέρχονταν ἀπό τήν Εὔβοια, Θεσσαλομαγνησία & τή Δυτική Ἤπειρο, αὐτοί κατά τόν Κ. Νικόδημο «ἀνεχώρησαν κατά καιρούς ἐκεῖθεν διά νά μεταβῶσιν εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ὅπου ἡ τυραννία τῶν Τούρκων ὑπῆρχεν ἐλαφροτέρα καί ἀπό ἑναντίους ἀνέμους ἐλλιμενίσθησαν εἰς Ψαρά, προτιμήσασαι νά μείνωσιν εἰς τήν ξηράν νῆσον ἐλεύθεραι, παρά νά ὑπάγωσιν εἰς ἐλαφρότερον ζυγόν εἰς τήν Μ. Ἀσίαν». Σύν τῷ χρόνῳ προστέθηκαν στίς ἤδη ὑπάρχουσες οἰκογένειες & ἄλλες ἀπό τή Χίο μέ ἀποτέλεσμα νά αὐξηθεῖ σημαντικά ὁ ἑλληνικός πληθυσμός. Οἱ δέ τουρκικές & ἀλβανικές μήν ἀντέχοντας τήν συνύπαρξη ἀναγκάσθηκαν νά πουλήσουν τά κτήματά τους & νά μετοικήσουν στή Λέσβο & ἀλλοῦ.
Οἱ ἔποικοι κατοίκησαν ἀρχικά «σποράδην είς διάφορα μέρη τῆς νήσου καλλιεργοῦντες τούς ἀγρούς». Στά 1643 ὁ Κ. Νικόδημος ἀναφέρει τήν ἐγκατάσταση τοῦ «Ἀνδρέου Καναλιέως» μέ τήν οἰκογένειά του & 17 ὁπλοφόρους. Σιγά σιγά ἐξαιτίας κυρίως τοῦ πειρατικοῦ κινδύνου ἄρχισαν νά συγκεντρώνονται γιά μόνιμη & ὀργανωμένη ἐγκατάσταση στό σοφά ἐπιλεγμένο ἀπόκρημνο & βραχῶδες φυσικό ὀχυρό, πού βρίσκεται στά νοτιοδυτικά τοῦ νησιοῦ, ἐκεῖ ὅπου σήμερα ὑψώνεται ὁ ἱστορικός ναός τοῦ Ἁγ. Νικολάου. Γιά τήν ἐνδυνάμωσή του ἀκόμη περισσότερο οἰκοδόμησαν κάστρο μέ μία εἴσοδο στήν ἀνατολική - περισσότερο εὐάλωτη ἀμυντικά – πλευρά & παραπλήσια σ’ αὐτήν πύργο (τόν Γουλᾶ) στόν ὁποῖο τοποθέτησαν δύο κανόνια. Στήν περίμετρο του κάστρου ἐκτισαν τίς μικρές κατοικίες τους, ἐνώ στό κέντρο οἰκοδόμησαν - ἄγνωστο πότε - τόν μικρό ναό τοῦ προστάτη τους Ἁγ. Νικολάου. Πρίν τό 1661 οἰκοδόμησαν & ἄλλο ναΰδριο ἀφιερωμένο στήν Ἁγ. Παρασκευή. Ἐπίσης ἀπό ἐντοιχισμένες κτητορικές ἐπιγραφές πληροφορούμεθα ὅτι μέχρι τό 1750 ἀνέγειραν ἐπίσης τούς ἱ. ναούς τοῦ Ταξιάρχη-Ἁγ. Σπυρίδωνα (δίκλιτη 1714), Ἁγ. Κιουράς (1735), Ἅγ. Κυριακῆς (1746), Ἅγ. Λουκά (1747), & τό παλαιό μονύδριο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (πρό τοῦ 1746). Ἡ ἀνέγερση τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἅγ. Τριάδας ΒΑ τῆς Μονῆς, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἅγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου, τῆς Ἅγ. Παρασκευῆς & Ἅγ. Σοφίας - ἡ ἀρχική – ἑντάσσεται στό α΄μισό τοῦ 18ου αἰ. μολονότι δέν διασώθηκαν χρονολογικά τεκμήρια. Στόν λόφο βόρεια τοῦ κάστρου ἐγκατέστησαν βιγλάτορες γιά τήν παρακολούθηση τῶν πειρατικῶν κινήσεων & τήν προφύλαξη τῶν κατοίκων, ἄλλωστε ὅπως ἀναφέρει στό χρονικό του (1696) ὁ Ἄγγλος περιηγητής Robert οἱ ψαριανές ἀκτές μέχρι τά τέλη τοῦ 17ου αἰ. ἦταν πειρατικά ὁρμητήρια. Στά 1675 – 1676 ἐπισκέπτονται τά Ψαρά οἱ Jacob Spon & George Wheler & ἀναφέρουν ὅτι ὑπάρχει ἕνα κατοικημένο χωριό.
Ἐξαιτίας τῆς αὐξήσεως τοῦ πληθυσμοῦ ἀναγκάζονται δειλά δειλά, ἐξαιτίας τῆς μή ἐκλείψεως ἀκόμη τῶν πειρατῶν, κατά τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰ. νά οἰκοδομοῦν τίς κατοικίες τους & ἐκτός τοῦ κάστρου ἀλλά κοντά σ’ αὐτό στήν πλαγιά τοῦ ὑψώματος. Στά 1739 ὁ Ἄγγλος περιηγητής Richard Pococke ἐπισκεπτόμενος τό νησί καταγράφει τίς πολύ σημαντικές ἐντυπώσεις του στό ἔργο του «Voyages». Ἀναφερόμενος στόν οἰκισμό τόν χαρακτηρίζει ὡς πόλη κατοικημένη ἀπό 1000 ψυχές. Διοικούνταν ὅπως & οἱ Χιῶτες ἀπό τρεῖς δημογέροντες. Διοικητικά, ἐκκλησιαστικά & οἰκονομικά ἐξαρτιώνταν ἀπό τή Χίο. Οἱ κατοικίες ἦταν μονοώροφες, χαμηλοτάβανες & κακοκτισμένες ἐπάνω σέ μία ἥμερη πλαγιά. Οἱ κάτοικοι ἀντιμετώπιζαν μέ γενναιότητα τίς πειρατικές ἐπιδρομές τῶν Μαλτέζων κυρίως πειρατῶν & ἀσχολοῦνταν μέ τήν γεωργία. Μάλιστα μέ τά μικρά τους πλεούμενα ἐμπορεύονταν μέ τά μικρασιατικά παράλια ἐξάγοντας κρασί & είσάγοντας σιτάρι. Ἡ μικρή κοινωνία τοῦ νησιοῦ ἦταν ὀργανωμένη ἀλλά δέν παραλείπει νά σημειώσει τήν ἔλλειψη γιατροῦ, χειρουργοῦ & δικηγόρου. Φθάνοντας πρός τό τέλος τοῦ α΄μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. παρατηροῦμε τόν μέχρι πρότινος καθαρά ἀγροτικό πληθυσμό τοῦ νησιοῦ μετασχηματιζόμενο νά προσαρμόζεται σιγά σιγά στούς ὅρους ζωῆς πού ἐπέβαλλε τό ὑγρό στοιχεῖο & νά ἐπεκτείνει τήν ἐμπορική του δραστηριότητα χωρίς νά λησμονεῖ & τήν ἀγροτική του ἐνασχόληση. Ἡ ὁλοένα αὐξανόμενη οἰκονομική τους ἄνοδος ἔχει ἐπιδράσεις στόν πολιτισμό & στήν προαγωγή τῆς οἰκονομικῆς τους ζωῆς. Σταδιακά ὁδηγοῦνται πρός τό οἰκονομικό, πολιτιστικό & κοινωνικό θαῦμα τῆς μετά τή συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ (1774) ἐποχῆς.
Ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἡ ἐπίδοση τῶν ψαριανῶν μέ τήν ναυτιλία ἀποτελοῦσε τήν κυριώτερη ἐνασχόλησή τους. Ἡ οίκονομική & κοινωνική τους ἀνέλιξη ἐνισχύεται τόσο ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά τήν ἴδια χρονική περίοδο τό νησί ἐντάχθηκε στήν δικαιοδοσία τοῦ καπουδάν πασά ἀφοῦ ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ μουσελίμη τῆς Χίου ὅσο & ἀπό τά εὐνοϊκά ὑπέρ τῶν νησιωτῶν μέτρα πού θέσπισε μέ φιρμάνι ὁ σουλτάνος Ὀσμάν Γ΄ τήν 1η Ἀπριλίου 1755. Οἱ πρῶτες ψαριανές σακολέβες ἀντικαταστάθηκαν ἀργότερα ἀπό μεγαλύτερα πλοία, τά ὁποία στά 1768 ἀνέρχονταν σέ 36.
Μέ τά καταδρομικά πλοία τους συμμετεῖχαν ἐνεργά στό ρωσοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1768-1774 ἐπιχειρώντας πολλές ἀποστολές & ἀποκομίζοντας πλῆθος λαφύρων. Συνελάμβαναν ἐχθρικά πλοῖα & πραγματοποιοῦσαν ἀποβάσεις σέ διάφορα μέρη τῆς Ἰωνίας, Μυτιλήνης & Χίου. Ἡ συμμετοχή τους αὐτή ἀφενός μέν συνέβαλε στήν ἀνάπτυξη τῶν ναυτικῶν τους προσόντων & ἀφετέρου στάθηκε ἡ ἀφορμή νά ἐκτιμήσουν τά εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῶν πυρπολικῶν μετά τήν ναυμαχία τοῦ Τσεσμέ. Ἡ λήξη τοῦ πολέμου ἐπισφραγίσθηκε μέ τήν τόσο εὐεργετική γιά τήν ἑλληνική ναυτιλία συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ (1774), ἡ ὁποία ἔδινε μεταξύ ἄλλων τό δικαίωμα στούς ὑπόδουλους Ψαριανούς & τούς ἄλλους Ἕλληνες νά ὑψώνουν στά πλοία τους τή ρωσική σημαία & ἀνενόχλητοι πλέον νά ἐμπορεύονται στά διάφορα λιμενικά ἐμπορικά κέντρα τῆς Μεσογείου. Ἐπίσης ἄν & χωρηγήθηκε ἀμνηστία στούς Ἕλληνες πού συμμετεῖχαν στόν πόλεμο ἐντούτοις ὁ σουλτάνος ἐξοργισμένος μέ τήν ἐνεργό δράση τῶν Ψαριανῶν σχεδίαζε τήν καταστροφή του νησιοῦ, ἡ ὁποία ἀπετράπη χάρη στήν εὐεργετική μεσολάβηση τοῦ δραγουμάνου τοῦ στόλου Νικολάου Μαυρογένη πρός τόν καπουδάν πασά Χασάν Μπέη. Μετά τό 1780 ναυπηγήθηκαν ἀκόμη μεγαλύτερα πλοία, συσσωρεύθηκε περισσότερος πλοῦτος & αὐξήθηκε ὁ πληθυσμός σέ 1500 ψυχές (1785) κατά τόν Ἄγγλο γιατρό J. Griffiths.
Ἀκολουθεῖ ὁ β΄ρωσοτουρκικός πόλεμος τοῦ 1787-1792 στόν ὁποῖον οἱ Ψαριανοί συμμετέχουν μέ ἄνδρες πού προστίθενται στούς ναύτες τῆς μικρῆς ναυτικῆς δυνάμεως τοῦ Λάμπρου Κατσώνη. Ἡ Πύλη εἶχε ἀποφασίσει τότε τή μετεγκατάσταση τῶν ψαριανῶν σέ ἄλλα νησιά & στή Μ. Ἀσία ἀλλά ἀποφεύχθηκε χάρη στήν παρέμβαση τοῦ δραγουμάνου Κωνσταντίνου Χαντζερή. Ἀπό τότε 75 ναῦτες κάθε χρόνο ἐπάνδρωναν τόν τουρκικό στόλο. Μέ τήν ἔναρξη τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως, τῆς ἀπουσίας τῶν Γάλλων ἀπό τή Μεσόγειο & τῆς ἀνυπαρξίας σχεδόν του τουρκικοῦ ἔμπορικοῦ ναυτικοῦ τό κενό συμπληρώνεται ἀπό τούς Ψαριανούς, Ὑδραίους & Σπετσιῶτες, οἱ ὁποίοι διευρύνουν ἀκόμη περισσότερο τίς ἐμπορικές τους δραστηριότητες ἀναλαμβάνοντας τό μονοπώλιο τῆς μεταφορᾶς σιτηρῶν ἀπό τή Μαύρη Θάλασσα & τήν Αἰγυπτο πρός τά λιμάνια τῆς Μεσογείου. Ἡ κορύφωση τῆς οἰκονομικῆς ἀνόδου συμβαίνει μέ τούς Ναπολεόντειους πολέμους (1792-1814). Μέ τόν ἡπειρωτικό ἀποκλεισμό πού ἐπέβαλαν οἱ Ἄγγλοι στίς Ναπολεόντειες κτήσεις οἱ Ψαριανοί ἄδραξαν τήν εὐκαιρία νά ἀναπτύξουν ἔντονη & ἀποδοτική ἐμπορική δραστηριότητα μέ τό νά παραβιάζουν τά ἀποκλεισμένα λιμάνια τῆς Ἰσπανίας, Πορτογαλλίας & Νότιας Γαλλίας εἰσαγάγοντας σιτηρά & ἄλλα βασικά προϊόντα ἀπό τή Ρωσία κυρίως. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀποκομίσουν ἀμύθητα κέρδη ἀπό τήν ὑπερτιμολόγηση τῶν εἰσαγόμενων προϊόντων, νά βελτιώσουν τόν ἐξοπλισμό τους σέ πλοῖα (σύμφωνα μέ πληροφορία τοῦ 1808 στά πρώτα χρόνια τοῦ 19ου αἰ. ναυπηγήθηκαν στά Ψαρά 150) & πολεμικά μέσα & νά καταστήσουν δυνατή τήν ὀργάνωση τῆς ναυτιλιακῆς ἐμπορικῆς τους δραστηριότητας μέ τήν καθιέρωση εἰδικῶν νόμων & πρωτότυπων θεσπισμάτων ἀρκετά προοδευτικῶν γιά τήν ἐποχή τους.
Ἡ οἰκονομική ἄνοδος εἶχε θετικές ἐπιδράσεις στόν πολιτισμό & στήν προαγωγή τῆς κοινωνικῆς τους ζωῆς. Ὁ οἰκοδομικός ὀργασμός τῆς περιόδου αῦτῆς εἶναι ἐντυπωσιακός. Κτίζονται ἐκτός ἀπό γεροκτισμένες ἀρχοντικές κατοικίες, ἀνεμόμυλοι, ἔντυπωσιακά δημόσια κτήρια & ἀποθηκευτικοί χῶροι. Κατασκευάζονται πρωτοποριακές λιμενικές ἐγκαταστάσεις & πραγματοποι οῦνται ρυμοτομικές διευθετήσεις. Ἀνεγείρονται μεγαλοπρεπεῖς ἱ. Ναοί σέ ποικιλία ἀρχιτεκτονικῶν ρυθμῶν ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος (1785-1793), Ἅγ. Παντελεήμονας (1756), Ἅγ. Σοφία (1799), Ἅγ. Ἰωάννης Βουκολιάς (1791), Ὑπαπαντή (1793), Ἅγ. Κωνσταντῖνος (1796), & πολλοί ἄλλοι ἀχρονολόγητοι, καθώς ἐπίσης Ἱ. Μονές (τό ἀνδρικό ἐπάνω Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως στά 1780 περίπου, τό γυναικεῖο ἤ κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας στά 1783) & Μετόχια (Ἁγ Τριάδα (1807) & Ζωοδόχος Πηγή Ξεροκάμπου, Παναγία Βατούσαινα (1808), Ἅγ. Εὐθύμιος στόν οἰκισμό).
Ἡ συσσώρευση τοῦ πλούτου, ἡ μύηση στά μηνύματα τῶν καιρῶν, ἡ παρουσία μεγάλου ἀριθμοῦ πλοίων ἐξοπλισμένων μέ κανόνια καθίστανται γιά τους Ψαριανούς χρήσιμα ἐργαλεία στόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα.
Ἡ ἐπανάσταση βρῆκε τούς Ψαριανούς προετοιμασμένους ὑλικά & ψυχικά. Τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα 10 Ἀπριλίου 1821 ὅταν ὁ Σπετσιώτης πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας, φθάνοντας στό νησί μέ ὑψωμένη στό πλοῖο του τή σημαία τῆς ἐλευθερίας,τούς ἀνήγγειλε τό μεγάλο γεγονός οἱ Ψαριανοί μέ χαρά & ἀσυγκράτητο ἐνθουσιασμό ὅρμησαν στό κατάστημα τῆς Δημογεροντίας & κατέστρεψαν τόσο τήν τουρκική σημαία ὅσο & τόν ὀθωμανικό θυρεό. Τήν ἴδια ἡμέρα ἔστειλαν πλοῖο στά ἄλλα δύο ναυτικά νησιά προκειμένου νά ἀναγγείλουν τήν ἀπόφαση συμμετοχῆς τους στόν ἀγῶνα μέ 20 πλοία. Στίς 20 Ἀπριλίου μέ ἐπίσημο τρόπο ὕψωσαν τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως στό κοινοτικό κατάστημα. Κατόπιν στό λιμάνι ἀποχαιρέτισαν τόν ναύαρχο τους Νικολῆ Ἀποστόλη & τούς ναύτες & ἐθαύμασαν τά πλοία, τά ὁποία κατευθυνόμενα στή συνέχεια πρός τή Σμύρνη βύθισαν ἕνα τουρκικό & κυρίευσαν ἄλλα τέσσερα. Ἦταν ἡ πρώτη ἐπιτυχημένη ναυτική ἐπιχείρηση τῶν Ψαριανῶν. Κάνοντας ἀποδεκτό τό αἴτημα τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων στέλουν δύο πλοία νά περιπλέουν τόν Θερμαϊκό κόλπο. Κατά τήν ἐπιχείρηση αὐτή συνέλαβαν ἕνα βρίκι & μία γολέτα τοῦ μπέη τῆς Θεσσαλονίκης ἀποκομίζοντας πολλά λάφυρα & 24 κανόνια. Δύο ἀκόμη ψαριανά πλοία πού περιέπλεαν τόν κόλπο τοῦ Κουσάντασι βύθισαν ἕνα ὀθωμανικό & ἔφεραν στά Ψαρά κάποια ἄλλα. Ψηφίσθηκαν νόμοι γιά τήν διανομή τῶν λειῶν – συστήνοντας εἰδική ἐπιτροπή - τίς ἀμοιβές & τίς συντάξεις, ἐνώ στίς 21 Ἀπριλίου ἀντικατέστησαν τούς Δημογέροντες & τόν Διοικητή μέ νέα Διοίκηση τήν ὁποία ὀνόμασαν «Βουλή τῆς νήσου Ψαρῶν» ἐκλέγοντας παράλληλα 3 ἐφόρους - τοῦ πολέμου, τῆς ἀστυνομίας & τοῦ λιμανιοῦ - & ἕναν ταμία.Στίς 6 Μαΐου τέσσερα ψαριανά πλοία ὑπό τίς διαταγές τοῦ Ἀνδρέα Γιαννίτση κατέλαβαν τό φρούριο Ἴμπριτζε & μετέφεραν στά Ψαρά 22 κανόνια, πυρίτιδα & βλήματα ἐνισχύοντας μέ αὐτά τήν ἀμυντική θωράκιση του νησιοῦ. Στίς 27 τοῦ ἴδιου μήνα ὁ ψαριανός Δημήτριος Παπανικολῆς ἀνατινάζει μέ τό πυρπολικό του στήν Ἐρεσσό τουρκικό δίκροτο & πραγματοποιεῖ ἔτσι τό πρῶτο μεγάλο ναυτικό κατόρθωμα τῆς ἐπαναστάσεως. Στίς ἀρχές Ἰουνίου 1821 οἱ Ψαριανοί περιέθαλψαν 25000 πρόσφυγες ἀπό τίς Κυδωνιές & τά Μοσχονήσια μεταφέροντάς τους στή συνέχεια ἐξαιτίας τοῦ συνωστισμοῦ & ἐνδεχόμενων ἐπιδημιῶν σέ ἄλλα νησιά. Στίς 20 Δεκεμβρίου τρεῖς ψαριανοί ἐκπροσωπώντας τό νησί τους συμμετέχουν στήν Α΄Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου & ὁ Χατζῆ Ἀνδρέας Χατζῆ Ἀργύρη ἐκλέγεται μέλος τῆς τριμελοῦς ἐπιτροπῆς πού ἀναλαμβάνει τό ὑπουργεῖο τῶν Ναυτικῶν.
Κατά τό δεύτερο ἔτος & συγκεκριμένα τόν Φεβρουάριο τοῦ 1822 ὁ τρινήσιος ἑλληνικός στόλος ἀντιμετωπίζει τόν τουρκικό τοῦ ναυάρχου Καρά Ἀλῆ στόν Πατραϊκό κόλπο προξενώντας του ἀρκετές βλάβες. Στίς 7 Ἰουνίου ὁ Κωνσταντῖνος Κανάρης πυρπολεῖ τήν τουρκική ναυαρχίδα στή Χίο προξενώντας τεράστια καταστροφή στούς ἐχθρούς & τόν θάνατο τοῦ Καρά Ἀλῆ. Ἐπιστρέφοντας στά Ψαρά τοῦ ἐπιφυλάσσεται ὑποδοχή ἥρωα, ἐνώ τό λαμπρό του κατόρθωμα προκάλεσε τρόμο στήν Πύλη, θαυμασμό στήν Εύρώπη & ἀναπτέρωση τοῦ ἠθικοῦ στούς Ἕλληνες. Οἱ Ψαριανοί μέ τά πλοία τους διασώζουν & μεταφέρουν στά Ψαρά χιλιάδες Χιῶτες πρόσφυγες, τούς ὁποίους περιθάλπουν. Ὁ μεγάλος μπουρλοτιέρης στίς 28 Ὀκτωβρίου πραγματοποιεῖ & δεύτερο κατόρθωμα στήν Τένεδο, ὅταν ἀνατινάζει τήν τουρκική ναυαρχίδα. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1822 ὁ στόλος τῶν τριῶν ναυτικῶν νησιῶν γιά ἐπτά ἡμέρες πολεμοῦσε μέ τόν ἐχθρικό μεταξύ Σπετσῶν & Πελοποννήσου τρέποντάς τον στό τέλος σέ φυγή & ματαιώνοντας τά σχέδιά του γιά λύση τοῦ ἀποκλεισμοῦ τοῦ Ναυπλίου.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1823 ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν ἀποφάσισε ἐκστρατεία στά μικρασιατικά παράλια, τῆς ὁποίας ἀρχηγός ὀρίστηκε ὁ Γ. Σκανδάλης. Κατελήφθη τό Τσανταρλῆ, προξενήθηκαν μεγάλες καταστροφές στούς Τούρκους & μεταφέρθηκε στό νησί ἐντυπωσιακή ποσότητα λαφύρων. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1823 ψαριανά πλοία ἔδωσαν ναυμαχία κοντά στή Σκόπελο, κατά τήν ὁποία μολονότι ἀπέτυχαν τά πυρπολικά τοῦ Κανάρη & Κ.Νικοδήμου νά πετύχουν τό στόχο τους ὅμως κατόρθωσαν μετά ἀπό πολύωρη σύγκρουση νά τρέψουν τόν ἐχθρικό στόλο σέ φυγή. Παράλληλα ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπαναστάσεως φρόντισαν γιά τήν ἀμυντική θωράκιση τοῦ νησιοῦ τους, κτίζοντας κανονιοστάσια στά εὐάλωτα γιά ἀπόβαση παράλια σημεία & τοποθετώντας 200 συνολικά κανόνια σέ αὐτές. Ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1824 οἱ Ψαριανοί εἶχαν βάσιμες πληροφορίες ὅτι ὁ τουρκικός στόλος μετά τήν καταστροφή τῆς Σάμου θά στρεφόταν ἀμέσως μετά ἐναντίον τους & εἶχαν προετοιμασθεῖ.
Οἱ ἐπιδρομές τῶν Ψαριανῶν τόσο στά μικρασιατικά παράλια ὅσο & στά νησιά ἐξακολουθοῦσαν νά σπέρνουν τόν τρόμο στούς Τούρκους. Οἱ ἀλλεπάλληλες αὐτές ἐπιδρομές εἶχαν ἐνισχύσει στόν σουλτάνο τήν ἰδέα νά καταστρέψει τά Ψαρά μέ ὁποιονδήποτε τρόπο. Οἱ Ψαριανοί ὄχι μόνο τό ἐγνώριζαν αὐτό ἀλλά ἔχοντας ἀκμαῖο ἠθικό διετράνωναν τήν ἀπόφασή τους νά ἀντισταθοῦν σκληρά γιά τήν προάσπιση τῆς πατρίδας τους μέχρι τελευταίας ρανίδας τοῦ αἴματός τους, ἐνῶ ἀκατάπαυστα ναυπηγοῦσαν ἐλαφρές κανονιοφόρους (σκαμπαβίες) προκειμένου ν’ ἀποφύγουν τίς ὀγκώδεις τουρκικές φρεγάτες. Στίς 8 Ίουνίου τοῦ 1824 ἀποφάσισαν μέ γενική συνέλευση στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἅγ. Νικολάου νά ἀντιμετωπίσουν τόν ἐχθρό στό νησί τους. Μαζί μέ τούς ἄνδρες θά παρέμεναν & τά γυναικόπαιδα. Ἀφαιροῦν τά πηδάλια – κατά τόν ὄρο πού ἔθεσαν, προκειμένου νά ἀγωνισθοῦν οἱ ξένοι ἔποικοι & τά μισθοφορικά στρατεύματα, ἐπειδή φοβοῦνταν ὅτι σέ περίπτωση πού ἀλωθεῖ τό νησί θά ἐγκαταλειφθοῦν ἀπό τούς ψαριανούς - ὅλων τῶν πλοίων ἐκτός ἀπό 5 πολεμικά & ὅλα τά πυρπολικά. Ὁ πληθυσμός τῶν Ψαρῶν βρισκόταν τότε στό ὑψηλότερο ἀριθμητικά ἐπίπεδο. Ὁ Waddington πού τά ἐπισκέφθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1823 ἀναφέρει ὅτι ζοῦσαν 26.000-27.000 ψυχές συμπεριλαμβάνοντας βέβαια & τούς πρόσφυγες. Ἀπ΄αὐτούς 3.000 περίπου Ψαριανοί, πάροικοι & μισθοφόροι (1300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι & 1027 μισθωτοί στρατιῶτες) ἀποτελοῦσαν τήν πολεμική δύναμη.
Στίς 16 Ἰουνίου 1824 ὁ τουρκικός στόλος φάνηκε στίς ἀκτές τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ προηγουμένως παρέλαβε 28000 περίπου ἄνδρες ἀπό τά διάφορα λιμάνια, ὅπου προσωρμίσθηκε. Ὁ στόλος ἀριθμοῦσε 80 κανονιοφόρους, 6 φρεγάτες, 10 κορβέτες, 20 βρίκια & γολέτες & διάφορα ἄλλα εἴδη πλοίων συνολικά 200. Ὁ Κ. Νικόδημος τά ἀνεβάζει σέ 235 μεγάλα & μικρά , ἐκτός ἐκείνων πού λόγω τῆς ἀποστάσεως δέν διακρίνονταν. Ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν ζήτησε ἀμέσως βοήθεια ἀπό τά ἄλλα δύο ναυτικά νησιά & τήν κεντρική Διοίκηση ἀλλά αὐτή ἄργησε νά ἔλθει. Ἡ Διοίκηση ἀντί νά διατάξει τόν ἀπόπλου τοῦ στόλου μέ προορισμό τά Ψαρά, τόν διατάζει νά μεταβεῖ στήν ἤδη κατεστραμμένη Κάσο, ἀποκρύπτοντας παράλληλα ἀπό τούς Ψαριανούς τήν διαταγή μεταβάσεως τῶν ἑλληνικῶν πλοίων στή Κάσο. Μέ τήν αὐγή τῆς 20ης Ἰουνίου, ὁ ἐχθρικός στόλος σφυροκοπᾶ τήν πόλη & τά κύρια παραλιακά πυροβολεῖα, τά ὁποῖα ἀνταποδίδουν τά πυρά , ἀλλά μάταια προσπαθεῖ νά ἀποβιβάσει στρατεύματα χρησιμοποιώντας σαλοῦπες. Τά χαράματα ὅμως τῆς ἄλλης ἡμέρας, 21ης Ἰουνίου, κατορθώνουν μερικά πλοῖα , ἐπωφελούμενα & ἀπό τήν μπουνάτσα νά πλησιάσουν πρός τό ἀπότομο ἀκρωτήριο (κάβο) Μαρκάκη στό βόρειο ἄκρο τοῦ νησιοῦ. Οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τόν κάβο αἰφνιδιάστηκαν ἀπό τούς 3000 τούρκους. Πρόβαλαν σθεναρή ἀντίσταση γιά μικρό χρονικό διάστημα, ἀλλά στό τέλος ἡρωϊκά μαχόμενοι φονεύθηκαν. Πολλοί ὑποστηρίζουν ὅτι τά Ψαρά ἁλώθηκαν μέ προδοσία ἀπό τόν ὁπλαρχηγό τῶν ξένων στρατευμάτων Κώττα.
Οἱ ἐχθροί χωρίς πλέον ἀντίσταση, ἄρχισαν νά ἀποβιβάζονται συνέχεια & νά προελαύνουν πρός τό ἐσωτερικό. Ἄν & ἡ Βούλή τῶν Ψαρῶν τό πληροφορεῖται, ἐντούτοις ἐπιδεικνύει ἀξιοθαύμαστη ψυχραιμία & συνεχίζει νά δίνει τίς ἀναγκαίες ὁδηγίες γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ ἐχθροῦ & τή μετακίνηση τῶν στρατευμάτων. Λυσσαλέες μάχες δίνονται σέ διάφορες τοποθεσίες, ἀλλά οἱ λίγοι Ἕλληνες ἀδυνατοῦν νά ἀποκρούσουν τούς πολυάριθμους Τούρκους & οἱ θέσεις ἡ μία μετά τήν ἄλλη καταλαμβάνονται ἀπό τούς ἐχθρούς. Στό Φτελιό διεξάγεται λυσσαλέα μάχη, στό τέλος ὅμως οἱ κατά πολύ πολυαριθμώτεροι ἐχθροί κατόρθωσαν νά εἰσχωρήσουν στόν στρατώνα ὅπου & ἦλθαν σέ τρομακτική συμπλοκή μέ τούς Ἕλληνες. Αὐτοί βλέποντας ὅτι ἦταν μάταιη κάθε προσπάθεια ἀντίστασης, ἔβαλαν φωτιά στήν πυριτιδαποθήκη & ἔγιναν παρανάλωμα τοῦ πυρός μαζί μέ πάμπολλους ἐχθρούς. Ἀνενόχλητοι πλέον οἱ Τοῦρκοι βαδίζουν πρός τήν πόλη προκειμένου νά σφάξουν νά λαφυραγωγήσουν & νά αἰχμαλωτήσουν γυναικόπαιδα. Στήν πόλη διαδραματίσθηκαν σκηνές ἀπερίγραπτου ἡρωϊκοῦ μεγαλείου, ὅταν οἱ Ἕλληνες προτιμοῦσαν τόν ἔνδοξο & τιμημένο θάνατο παρά τή βεβήλωση, τόν ἐξευτελισμό, τή σφαγή ἤ τά σκλαβοπάζαρα.
Τό Σάββατο 21 Ἰουνίου μία μεγάλη τουρκική δύναμη μετά ἀπό πολύωρη σθεναρή ἀντίσταση κατόρθωσε νά καταλάβει τόν περίβολο τοῦ Ἅγ. Νικολάου & νά κυριεύσει τά δύο κανονιοστάσια. Κατόπιν οἱ ἐχθροί εἰσέβαλαν στόν ἱ. Ναό, κατέσφαξαν τούς γέροντες & τά γυναικόπαιδα, ποῦ ΄εἶχαν κλεισθεῖ μέσα & λεηλάτησαν τήν ἐκκλησία. Στό τέλος τήν πυρπόλησαν. Τήν ἴδια τύχη εἶχε & ὁ ἄλλος μεγάλος ναός τῆς Μεταμορφώσεως του Χριστοῦ. Ἀφοῦ σφαγιάσθηκαν τά κλεισμένα σ’ αὐτόν γυναικόπαιδα & οἱ ἡλικιωμένοι ἀπογυμνώθηκε ἀπό τά κειμήλιά του & πυρπολήθηκε. Ἡ νύκτα πού ἐρχόταν βρῆκε τήν πόλη λεηλατημένη, ἱσοπεδωμένη, καταστραμένη & μέ πυρπολημένες ὅλες τίς κατοικίες της. Τό μόνο σημεῖο πού παρέμενε ἐλεύθερο ἀκόμη ἦταν τό Παλιόκαστρο ἡ μετέπειτα Μαύρη Ραχη τῶν Ψαρῶν.
Τά χαράματα τῆς Κυριακῆς 22 Ἰουνίου ὁ Χοσρέφ Πασᾶς διατάζει τήν κυρίευση τοῦ φρουρίου μέ ὁποιοδήποτε κόστος. Οἱ πρῶτες προσπάθειες καταλήψεώς του ἀπέτυχαν λόγω τῆς γενναίας ἀντίστασης τῶν ψαριανῶν ὑπερασπιστῶν. Ὁ Πασᾶς διατάζει τότε νά ἀποβιβασθοῦν ἀπό τά πληρώματα τοῦ στόλου ἐπίλεκτοι ἄνδρες προκειμένου νά προστεθοῦν στήν στρατιωτική δύναμη κυριεύσεως τοῦ κανονιοστασίου. Νέες ἔφοδοι ἀκολουθοῦν χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Στό τέλος ὅμως κατά τό ἀπόγευμα οἱ λίγοι ἐναπομείναντες Ψαριανοί ὑπερασπιστές βλέποντας ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συνεχίσουν τόν ἀγῶνα & τούς Τούρκους σέ μία νέα ἔφοδο νά εἰσέρχονται στό κάστρο ὅρμησαν μέ τά σπαθιά τους ἑναντίον τους. Ὁ ψαριανός Ἀντώνιος Βρατσάνος ἔχοντας πάρει τήν εὐχή τοῦ τυφλοῦ γέροντα πατέρα του & Δημογέροντα Δημητρίου Βρατσάνου βρίσκεται μαζί μέ τά γυναικόπαιδα, τούς τραυματισμένους, τούς γέροντες & ὅσους ἀπό τούς ὑπερασπιστές σώθηκαν στήν μεγάλη πυριτιδαποθήκη τοῦ κάστρου μέ ἀναμμένο δαυλό περιμένοντας τούς ἐχθρούς. Ὅταν αὐτοί πάμπολλοι μπῆκαν μέσα ἔβαλε φωτιά στήν μπαρούτη & ἡ ἐκπυρσοκρότηση ἐξαΰλωσε τούρκους & ἕλληνες μαζί. Ταυτόχρονα & στήν μικρή πυριτιδαποθήκη τοῦ κάστρου ἔβαλε φωτιά ὁ ἀρχειοφύλακας τοῦ κανονιοστασίου Σιδερῆς. «Ἥρωες τῆς ντάπιας πείσατε κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἐχθρούς σας & τόν κόσμο πῶς οἱ ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα ἔσπασαν μιά γιά πάντα τίς ἀλυσίδες τους τῆς σκλαβιᾶς. Ἡ ἀνατίναξη τῶν Ψαρῶν θ’ἀντηχεῖ μέσα στήν αἰωνιότητα». Ed. Blaquière.
Οἱ διασωθέντες ψαριανοί – 3614 ἄτομα - πῆραν τό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Ἀρχικά τράβηξαν γιά τήν Σκύρο, Ἄνδρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Κέα, Σύρο & Σπέτσες. Τό γαλλικό πλοῖο «Ἴσις» μετέφερε 150 στό Ναύπλιο. Ἡ πλειοψηφία κατέφυγε στίς Σπέτσες, ὅπου ἔξέλεξαν πέντε μέλη τούς γιά νά συγκροτήσουν τήν Ἐπιτροπή τῶν Ψαριανῶν. Στίς 25 Ἰουνίου 1824 ἐκστρατεύουν πίσω γιά τά Ψαρά μαζί μέ τούς Σπετσιῶτες & Ὑδραίους γιά νά τά ἀνακαταλάβουν. Στίς 2 Ἰουλίου γράφουν στήν Διοίκηση τά αἰτήματα τους ζητώντας τήν βοήθειά της γιά τήν ἐπιστροφή τους στήν κατεστραμένη πατρίδα τους, νά ἐπιτραπεῖ στά διασωθέντα πλοία τους νά ἐνωθοῦν μέ τόν στόλο τῶν ἄλλων δύο νησιῶν, & νά τούς συνδράμει οἰκονομικά. Γιά τό πρῶτο ἡ Διοίκηση ἀδιαφόρησε γιά τό δεύτερο ἐπέτρεψε σέ 15 πλοία τῶν ψαριανῶν νά ἐνταχθοῦν στόν ἐθνικό στόλο ἐνώ γιά τό τρίτο τούς ἀπέστειλε 1000 κοιλά σιτάρι. Στίς 4 Ἰουλίου 1824 ζήτησαν νά τούς παραχωρηθεῖ τό φρούριο τῆς Μονεμβασίας γιά νά ἐγκατασταθοῦν προσωρινά. Τό αἴτημά τούς ἔγινε ἀποδεκτό. Παράλληλα στίς 18 Ἰουλίου ὁ ψαριανός στόλος μέ ναύαρχο τόν Νικολῆ Ἀποστόλη ἀπέπλευσε μέ σκοπό νά ἑνωθεῖ μέ τόν Ὑδραίϊκο & Σπετσιώτικο. Στίς 5 Αὐγούστου 1824 στή ναυμαχία τῆς Μυκάλης ὁ Κανάρης πυρπόλησε μία τουρκική φρεγάτα μέ 600 ἄνδρες. Οἱ ψαριανοί μέ ναύαρχό τους τόν Ἀποστόλη ἀγωνίσθηκαν γενναία & στίς νικηφόρες ναυμαχίες τόσο στό στενό μεταξύ Κῶς & Ἀλικαρνασσοῦ (24 Αὐγούστου) ὅσο & τοῦ Γέροντα (29 Αὐγούστου 1824). Στή ναυμαχία μεταξύ Χίου & Λέσβου (24 Σεπτεμβρίου 1824) ὁ Κ. Νικόδημος πυρπόλησε ἕνα βρίκι. Σέ ἄλλη τους ἐπιστολή μέ παραλήπτη τό Βουλευτικό & μέ ἡμερομηνία τήν 29η Ἰουλίου ζητοῦν τήν ἐξαγορά τῶν ψαριανῶν αἰχμαλώτων οἰκογενειῶν. Ἡ Διοίκηση τούς ἔστειλε τό εὐτελή ποσό τῶν 10000 γροσίων. Ἡ μόνη χαρά & παρηγοριά πού πήραν στήν Μονεμβασιά ἦταν ὅταν ἀντίκρυσαν τόν πλούσιο συμπατριώτη τους Ἰωάννη Βαρβάκη, ὁ ὁποῖος ταξίδευσε ἀπό τήν Ρωσία γιά νά τούς συναντήσει & νά τούς ἐνισχύσει οἰκονομικά. Μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα παραμονῆς στή Μονεμβασία πολλοί Ψαριανοί ἐξαιτίας τῶν ἐπιδημιῶν & κακουχιῶν ἐγκαταλείπουν τό φρούριο & μεταβαίνουν στή Σύρο, Μύκονο & Τῆνο ἔνῶ ἡ Ἐπιτροπή τους παραμένει ἐκεῖ.
Στή Σύρο ἐγκαταστάθηκαν στήν παραλιακή συνοικία τῆς Ἐρμουπόλεως, πού ὀνομάσθηκε τά «Ψαριανά» & συνετέλεσαν πολύ δυναμικά στήν οἰκονομική ἀνάπτυξη τῆς πόλης μαζί μέ τούς Χίους. Στά 1824 εἶχαν ἐγκατασταθεῖ 274 οἰκογένειες ὅπως τοῦ Νικολῆ Ἀποστόλη, Δημητρίου Παπανικολῆ, Γεωργίου Καλαφάτη, Ἰωάννου Φιλίνη, ἐνώ ἐπί Καποδίστρια προστέθηκαν οἱ οἰκογένειες τοῦ Κανάρη, Κοτζιά, Γιαννίτση, Δομεστίνη, Λουμάκη κ.ἄ. Τήν ἐγκατάσταση αὐτή τήν θεωροῦσαν προσωρινή, πάντοτε ἐπιζητοῦσαν ἕνα μόνιμο τόπο, στόν ὁποῖο θά συγκεντρωνόντουσαν ὅλοι & θά κατοικοῦσαν. Στίς 14 Δεκεμβρίου 1824 ζητοῦν ἀπό τήν Διοίκηση ὡς τόπο μόνιμης ἐγκαταστάσεώς τους τόν Πειραιᾶ. Ἄν & ἔγινε ἀποδεκτή ἡ πρότασή τους αὐτή στό τέλος ὅμως ἐξαιτίας τῆς ἀντιδράσεως τῶν Ἀθηναίων δέν καρποφόρησε. Τότε ἡ Ἐπιτροπή μετέφερε τήν ἔδρα της στήν Αἴγινα προκειμένου νά εἶναι κοντά στόν Πειραιᾶ.
Ἡ οἰκονομική βοήθεια τοῦ Βαρβάκη γρήγορα ἐξαντλήθηκε, ἐνῶ ἡ πείνα τούς ὁδήγησε νά στραφοῦν στήν πειρατεία. Στίς 17 Ἰουνίου 1825 σαράντα τρεῖς Ψαριανοί ζητησαν καταδρομικά ἔγγραφα & τά πῆραν, ἐπιδιδόμενοι στήν πειρατεία. Ἡ ἐπιτροπή τῶν Ψαριανῶν μετά ἀπό ἔντονες διαμαρτυρίες τοῦ Χάμιλτον ἀναγκάστηκε νά καταστρέψει στήν Αἴγινα πειρατικά ψαριανά πλοία. Προέβη σέ αὐτή τήν πράξη ἄλλες δύο φορές. Στά τέλη του 1826 δέν ὑπῆρχαν πλέον ψαριανοί πειρατές. Στίς 10 Αὐγούστου 1825 ὁ ἀτρόμητος Κ. Κανάρης ἐπιχείρησε νά πυρπολήσει τόν αἰγυπτιακό στόλο στό λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας & θά πετύχαινε τό τολμηρό του ἐγχείρημα, ἄν ἐκείνη τή στιγμή τῆς πυρπολήσεως ἀντίθετος ἄνεμος δέν ἀπομάκρυνε τό πυρπολικό του. Ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ψαριανῶν στήν Αἴγινα ἐπέδειξε ἔντονη δραστηριότητα ἐπιβάλοντας τάξη & ἀσφάλεια & ἀναδείχθηκε ὡς ἡ ἰσχυρότερη τοπική ἀρχή. Στήν Γ΄Ἐθνοσυνέλευση στάλθηκαν ἀπό τήν Ἐπιτροπή πληρεξούσιοι, ἀπό τούς ὁποίους ὁ Ἰωάννης Μαρκή Μιλαΐτης ἐξελέγη τό τρίτο μέλος τῆς Ἀντικυβερνητικῆς Ἐπιτροπῆς. Τόν Μάρτιο τοῦ 1828 ἡ Ἐπιτροπή μετονωμάσθηκε σέ Δημογεροντία & τά μέλη της ἐκλέγονται βάσει τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου τοῦ Καποδίστρια.
Ἀπό τήν στιγμή πού ἀνέλαβε καθήκοντα Κυβερνήτη ὁ Καποδίστριας, οἱ Ψαριανοί στάθηκαν στό πλευρό του & τόν βοήθησαν ποικιλοτρόπως. Ὁ Κυβερνήτης ἐκτιμώντάς τους διόρισε φρουρές Ψαριανῶν στά κάστρα Μονεμβασίας & Κορίνθου & φρουράρχους τόν Κανάρη & Νικόδημο. Ἀργότερα πολλοί ἀπό τούς Ψαριανούς ἰδιαίτερα οἱ πλοιοκτῆτες τόν ἀντιπολιτεύθηκαν ἐξαιτίας κυρίως τῶν ἀποζημιώσεων ἀπό τήν συμμετοχή τους στόν Ἀγώνα. Ζητοῦσαν δηλαδή ὡς ἀποζημίωση τό ποσόν τῶν 4.430.000 δραχμῶν, ἀντί αὐτοῦ τοῦ ποσοῦ τούς δόθηκε προσωρινή ἐνίσχυση, ἔναντι τῆς ὀφειλόμενης ἀποζημιώσεως, τό ποσό τῶν 10.500 ταλίρων. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1831 ὁ κυβερνήτης ἀναγνώρισε τήν Δημογεροντία, ἡ ὁποία δέν ἐξελέγη μέ νόμιμα μέσα & ἔτσι ἐπῆλθε ἡ ρήξη μέ τούς Ψαριανούς. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐξορισθοῦν ἀπό τήν Αἴγινα οἱ ἀντικαποδιστριακοί Ψαριανοί & νά ἐγκατασταθοῦν στή Σύρο, ὅπου ἐξέλεξαν νέα Δημογεροντία μή ἀναγνωρισμένη ἀπό τόν Καποδίστρια. Γιά τούς λόγους αὐτούς ἐξασθένησε ἡ κοινότητα τῶν Ψαριανῶν τῆς Αἴγινας & μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀναγνωρίσθηκε μετά & ἀπό τήν δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη ἡ Δημογεροντία τῆς Σύρου. Τό ζήτημα μέ τίς ἀποζημιώσεις τούς ἀπασχόλησε & κατά τήν βασιλεία τοῦ Ὄθωνα. Στίς 22 Ἰανουαρίου 1853 ἀναγνωρίσθηκαν οἱ ἀπαιτήσεις τῶν τρίων ναυτικῶν νησιῶν & στίς 30 Ἰουλίου 1856 καθορίστηκε ἕνα «ἐτήσιο χορήγημα», πού γιά τούς Ψαριανούς ἀνέρχονταν σέ 44300 δραχμές.
Ἐκτός ἀπό τό ζήτημα τῶν ἀποζημιώσεων τούς ἀπασχολοῦσε & τό θέμα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ τόπου μόνιμης ἐγκαταστάσεώς τους. Ἐφθασαν μάλιστα στό σημεῖο νά ζητήσουν μέ ἐπιστολή τους πρός τόν βασιλιά τῆς Γαλλίας Κάρολο Ι΄ τήν παραχώρηση λιμανιοῦ στήν Κορσική συνοδευόμενη μέ φορολογικές & ἄλλες διευκολύνσεις καθώς & ἀνάλογη ἔκταση προκειμένου νά ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ 5000 ψαριανοί. Ἕνα χρόνο μετά κατέληξαν τελικά στήν Εὔβοια & συγκεκριμένα στήν περιοχή τῆς Ἐρέτριας ζητώντας την τό 1831 ἀπό τή Διοίκηση, ἡ ὁποία & ἔκανε ἀποδεκτό τό αἴτημά τους αὐτό. Στά 1833 τούς παραχωρήθηκε ἡ Ἐρέτρια ἀλλά ὁ πραγματικός ἐποικισμός ἔλαβε χώρα τό ἔτος 1847. Μέ τήν ἐγκατάστασή τους ἐκεῖ ἀγωνίσθηκαν πολύ νά μεταμορφώσουν τήν ἄγονη & προβληματική περιοχή σέ κατοικήσιμη. Τήν μετονόμασαν σέ Νέα Ψαρά, ὅπου διατήρησαν τό κοινοτικό τους σύστημα ἑως τό 1848. Ὁ Δῆμος τῶν Ψαριανῶν παρέμεινε ἐνεργός γιά 60 χρόνια & ἦταν σ’αὐτόν ἐγγεγραμμένοι ὅλοι οἱ ψαριανοί τῆς ἐλεύθερης & σκλαβωμένης Ἑλλάδας καθώς & οἱ διαμένοντες στό ἐξωτερικό. Στίς 31 Ἰανουαρίου 1844 ἡ πρώτη Ἐθνική Συνέλευση τῶν Ἀθηνῶν ἀναγνωρίζοντας τήν μεγάλη προσφορά τῶν Ψαριανῶν στήν πατρίδα & θέλοντας νά τούς τιμήσει παραχώρησε τό προνόμιο νά ἐκλέγονται ἀπό τούς ψαριανούς δύο βουλευτές.
Πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1830 ἀρχίζουν δειλά δειλά στήν ἀρχή οἰκογένειες ψαριανῶν νά ἐγκαθίστανται μόνιμα στά Παλαιά Ψαρά & νά ξαναρχίσουν ἕνα νέο ξεκίνημα, μία ἀναδημιουργία. Δέν ἦλθαν βέβαια ὅλοι οἱ διασωθέντες ψαριανοί ἀλλά οἱ λιγώτερο πλούσιοι & ὄχι οἱ μεγαλοαστικές οἰκογένειες πού παρέμειναν στήν Ἐρμούπολη, & ἀργότερα στήν Ἐρέτρια & Ἀθήνα, ἀσχολούμενες ἐπιτυχημένα μέ τό ἐμπόριο & τίς ναυτιλιακές ἐπιχειρήσεις. Πολλοί ψαριανοί ὑπηρέτησαν τήν πολιτική φθάνοντας σέ μεγάλα πολιτικά & στρατιωτικά ἀξιώματα. Ὁ δέ ἐπιφανέστερος ψαριανός ὁ Κωσταντῆς Κανάρης ἔφθασε μέχρι τό ἀξίωμα τοῦ Πρωθυπουργοῦ & Ἀντιβασιλέως. Τό ξεκίνημα στήν ἀρχή τῶν ψαριανῶν στήν κατεστραμμένη τους πατρίδα ἦταν πολύ δύσκολο & χρειάστηκε τιτάνιος ἀγώνας γιά νά δημιουργήσουν κοινωνική, διοικητική & οἰκονομική ὀργάνωση, νά ἐπισκευάσουν τόσο τίς κατεστραμένες κατοικίες -ἤ νἀ κτίσουν νέες - ὅσο & τίς πυρπολημένες & ἐτοιμόρροπες ἐκκλησίες ἤ τά δημόσια κτίρια. Πέρα ἀπό τίς δυσκολίες αὐτές ἀντιμετώπισαν & τήν ἀποδέσμευση τῶν περιουσιῶν τους ἀπό τούς Τούρκους προκαταβάλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά ὅσο & τήν συμβίωσή τους μέ τουρκικές οἰκογένειες. Τελικά τά κατάφεραν νά ριζώσουν νά ἀναπτυχθοῦν & κάποιοι νά μεγαλουργήσουν στό γενέθλιο τόπο τους παραμένοντας βέβαια ὑπήκοοι τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Στίς 21 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912 τά Ψαρά ἀπελευθερώθηκαν – μαζί με ὅλα τά νησιά τοῦ ΒΑ Αἰγαίου κατά τόν Α΄ Βαλκανικό πόλεμο - ἀπό τόν τουρκικό ζυγό & ἀποτέλεσαν τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τό ἀντιτορπιλικό Ἱέραξ τοῦ ὁποίου κυβερνήτης ἦταν ὁ ψαριανός Ἀντώνιος Βρατσάνος. Τό ἀναίμακτο για τούς ψαριανούς μεγάλο γεγονός τούς ἔδωσε ἀνείπωτη χαρά & ἐδικαίωσε τόν ἀγώνα & τίς θυσίες τῶν γενναίων προγόνων τους.
Μετά τήν ἀπελευθέρωσή τοῦ νησιοῦ ὁρίσθηκε ὅπως οἱ δύο βουλευτές νά ἐκλέγονται ἀπό κοινοῦ ἀπό τά Νέα & Παλαιά Ψαρά, προνόμιο πού καταργήθηκε τό 1935.
Κατά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο & συγκεκριμένα μέ τήν κατάρρευση τοῦ μετώπου τό νησί λόγω τῆς στρατηγικῆς τοῦ θέσεως ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στή φιλοξενία & ἐν συνεχεία φυγάδευση στή Μ. Ἀσία πλήθους ἀξιωματικῶν & στρατιωτῶν Ἑλλήνων & μή. Οἱ Ψαριανοί μέ μεγάλο κίνδυνο τῆς ζωῆς τους & παρά τήν παρουσία γερμανῶν στρατιωτῶν στό νησί τους κατόρθωσαν μέ ἄκρα μυστικότητα νά τούς φυγαδεύουν τή νύκτα μέ βάρκες μέχρι τά μικρασιατικά παράλια. Τό προσωπικό τῆς Ἱ. Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Ψαρῶν & ἱδιαίτερα ὁ Γέροντας Συμεών διαδραμάτησαν καθοριστικό ρόλο στή μυστική φιλοξενία, περίθαλψη & φυγάδευση ὑψηλόβαθμων ἀξιωματικῶν. Κατά τό χρονικό διάστημα ἀπό τις 3 Μαΐου 1941 – χρονολογία ἀφίξεως τῶν Γερμανῶν στά Ψαρά – μέχρι τίς 10 Σεπτεμβρίου 1944, ὅπου ἔφυγαν, οἱ Ψαριανοί βίωσαν ἔντονα τήν πείνα, τήν στέρηση & τόν φόβο. Πολλοί δέ ἔφυγαν πρός ἀναζήτηση καλλίτερης διαβιώσεως πρός τήν Τουρκία & Μέση Ἀνατολή. Τήν ἄνοιξη τοῦ 1944 ἑλληνικά Κομμάντος ἐπιτίθενται τήν νύκτα ἐναντίον τῶν Γερμανῶν πού παρέμεναν στό Φάρο τοῦ νησιοῦ μετατρέποντάς τον σέ φυλάκιο. Ἡ ἐπιχείρηση αὐτή, ἐξαιτίας τῆς μή καλῆς καταστρώσεως τοῦ σχεδίου, ἀποτυγχάνει & οἱ συνέπειες γιά τούς ψαριανούς θά ἦταν ἄσχημες ἄν οἱ Γερμανοί, πού θεωροῦσαν τούς Ψαριανούς ὑπαίτιους αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος, δέν εὔρισκαν πειστικές μαρτυρίες, πού πιστοποιοῦσαν τήν παρουσία Κομμάντος. Τό θετικό ἦταν ὅτι μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἔφυγαν ὀριστικά ἀπό τά Ψαρά.
Τό 1984 ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἀνακήρυξε, τιμῆς ἔνεκεν, τήν κοινότητα τῶν Ψαρῶν σέ Δῆμο.