Η αρχαιότερη μαρτυρία για τα Ψαρά, στην οποία αναφέρεται το όνομα του νησιού, είναι η οδύσσεια, όπου το νησί ονομάζεται Ψηρίη. Οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν τον νησί άγονο και φτωχό, αφού δεν μπορούσε να προσφέρει ούτε τον αναγκαίο οίνο για την λατρεία του Διονύσου. Από τον Στράβωνα μαρτυρείται πόλισμα και από τον Ευστάθιο λιμάνι. Ο Δημοσθένης μνημονεύει το νησί για τους ισχυρούς ανέμους που πνέουν στην περιοχή, εμποδίζοντας την ναυσιπλοΐα.
Στις νοτιοδυτικές ακτές των Ψαρών, στη θέση «Αρχοντίκι», ο Σ.Χαριτωνίδης από το 1961 εντόπισε μυκηναϊκούς τάφους κοντά στη θάλασσα, τους οποίους χρονολόγησε στην ΥΕ ΙΙΙ β περίοδο (1300-1190 π.Χ.). Στον λόφο της Μαύρης Ράχης εντόπισε όστρακα γεωμετρικής και ελληνιστικής περιόδου και σε μικρή ανασκαφική έρευνα εντοπίστηκαν οικιστικά λείψανα ελληνιστικών χρόνων.
Στη θέση «Αρχοντίκι», ο επιμελητής της Κ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, Άρης Τσαραβόπουλος, το 1983-1984, μαζί με μία ομάδα φιλολόγων, ερεύνησε 11 τάφους και η επιμελήτρια αρχαιοτήτων Λίλιαν Αχειλαρά το 1985, έφερε στο φώς τάφο της ΥΕ ΙΙΙ Α1-Α2(1400-1300 π.Χ.).
Από το 1997 ως το 2001 συνεχίστηκε η σωστική ανασκαφική έρευνα στο «Αρχοντίκι» με χρηματοδότηση του Υπουργείου Αιγαίου, από την Κ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων. Ερευνήθηκαν συνολικά 162 τάφοι, μεταξύ των οποίων ένας θολωτός που αποδίδεται στον ήρωα, του οποίου η λατρεία εντοπίστηκε λίγα μέτρα νοτιότερα. Σε μικρή απόσταση από τη νεκρόπολη αποκαλύφθηκε μυκηναϊκός οικισμός.
Από το 2002 άρχισαν οι εργασίες ανάδειξης του χώρου στο πλαίσιο του ΠΕΠ Βορείου Αιγαίου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 2008
Η παλαιότερη ταφή στο «Αρχοντίκι», σε απλό λακκοειδή τάφο χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική Περίοδο ( τέλος της τέταρτης προχριστιανικής χιλιετίας) και είναι κτερισμένη με οινοχόες, που σώζονται αποσπασματικά.
Οι ταφές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι κτερισμένες με αγγεία γνωστά από τις Κυκλάδες και το Βόρειο Αιγαίο.
Η εκτεταμένη μυκηναϊκή νεκρόπολη, που χρονολογείται από την ΥΕ ΙΙ Β έως την ΥΕ ΙΙΙ Γ περίοδο (1450-1100 π.Χ.) αποτελείται από κιβωτιόσχημους τάφους, εκτός από ελάχιστα παραδείγματα με ταφές σε πίθους. Ο σημαντικότερος τάφος της νεκρόπολης είναι ο θολωτός τάφος. Ο νεκρός που ήταν ενταφιασμένος εκεί λατρεύτηκε ως ήρωας από τους πρώιμους ιστορικούς ως το τέλος του πέμπτου προχριστιανικού αιώνα. Η λατρεία περιελάμβανε θυσίες μικρών ζώων και πτηνών και πλούσιες προσφορές στον χαμηλό λιθόκτιστο ορθογώνιο βωμό. Η εξαιρετικής ποιότητας κεραμική από τη Χίο, την Κόρινθο, τη Λέσβο, τη Μικρά Ασία και την Αττική που βρέθηκε στον αποθέτη και χρονολογείται από τον 8ο ως το 5ο αιώνα π.Χ., μαρτυρούν τη λατρεία του ήρωα.
Η χρήση του νεκροταφείου συνεχίστηκε και την Πρωτογεωμετρική περίοδο.
Η κεραμική της νεκρόπολης είναι πολύ καλής διατήρησης και μεγάλης ποικιλίας. Τα σχήματα είναι τα γνωστά, που βρίσκονται σε όλο το μυκηναϊκό κόσμο. Κυριαρχούν οι κύλικες , οι ψευδόστομοι αμφορείς, τα αλάβαστρα, οι ασκοί, οι αρύταινες, τα ρυτά.
Εκτός από τα πολυτελή και τα απλά καθημερινά σκεύη συνόδευαν τους νεκρούς και αντικείμενα κύρους. Αρκετά είναι τα χάλκινα όπλα, ξίφη, δόρατα και μαχαίρια. Εντυπωσιακή είναι η ποσότητα των σφραγιδόλιθων από κορνελίτη, στεατίτη, φαγεντιανή και υαλόμαζα. Μεγάλος επίσης είναι και ο αριθμός με χάνδρες από φαγεντιανή, υαλόμαζα, κορνελίτη, στεατίτη και λιγότερες από χρυσό. Ανάμεσα στα χάλκινα ευρήματα έχουν εντοπιστεί χάλκινα εργαλεία, βελόνες, ξυράφια, δρεπάνια. Σημαντικά είναι και τα ειδώλια των γνωστών τύπος Φ και Ψ. Τα ομοιώματα των πλοίων και η μήτρα από στεατίτη για την παραγωγή δακτυλιδιών.
Ο εκτεταμένος οικισμός, που αναπτύχθηκε κατά μήκος της ακτής, ήταν κτισμένος αμφιθεατρικά στην πλαγιά του λόφου «Καραγιάννη». Εξαπλώνεται στην πεδινή έκταση, που σχηματίζεται νοτιοανατολικά του ορεινού όγκου, που φθάνει ως την θάλασσα. Ήταν οργανωμένος με οικίες χτισμένες κατά συστάδες και δρόμους στρωμένους με λίθους από την παραλία. Η ανάπτυξη του οικισμού ακολουθεί τη διαμόρφωση του εδάφους. Το ανατολικό και κεντρικό τμήμα του οικισμού βρίσκεται σε τέσσερα μέτρα ύψος περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το χαμηλό στο επίπεδο της θάλασσας.
Μεταξύ τους παρεμβάλλεται η νεκρόπολη.
Οι οικίες του οικισμού είναι επιμήκη κτίσματα, στον τύπο του μεγάρου, κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη, σχηματίζουν συγκρότημα σε διαφορετικά επίπεδα που επικοινωνούν μεταξύ τους. Για τους γεροκτισμένους τοίχους της θεμελίωσης, χρησιμοποιήθηκαν λίθοι της περιοχής και για την ανωδομή μεγάλες πήλινες πλίνθοι. Τη στέγη στήριξαν κάθετα ξύλινα στοιχεία, στερεωμένα σε λίθινες βάσεις, που βρέθηκαν κατά χώραν. Σημαντικότερη είναι οικία με οκτώ μεγάλα πιθάρια στις αποθήκες.
Οι παραπάνω πληροφορίες προέρχονται από κείμενα των εκδόσεων του ΥΠΠΟ Κ’ ΕΠΚΑ. «Τα Ψαρά στην Αρχαιότητα», Αθήνα 2001, Α.Αρχοντίδου, Γ.Δεληγιώργη και «Ψαρά, Ένας σταθμός στην Περιφέρεια του Μυκηναικού Κόσμου», Μυτιλήνη 2008 , Α.Αργύρη, Α.Αρχοντίδου, Γ.Βαβλιάκης, Μ.Γρηγοριάδου, Γ.Δεληγιώργη, Σ.Αηδόνης, Φ.Λύρου, Α.Πανάτση, Δ.Πίτσιου, Κ.Ρούγγου, Γ.Μπίρτσας, Λ.Σουχλέρης.